Σήμερα προετοιμαστείτε για ένα ταξίδι στο χρόνο! Θα επισκεφτούμε ένα τόπο ξεχασμένο και μαγευτικό! Ταξιδεύοντας κατά μήκος της δυτικής πλευράς του βουνού των κενταύρων, δίπλα στις ακρογιαλιές του Παγασητικού κόλπου, θα αφήσουμε τον παραλιακό δρόμο, θα ξεχάσουμε τον σύγχρονο πολιτισμό και τα αυτοκίνητα και θα ανηφορίσουμε με τα πόδια, ακολουθώντας το γραφικό καλντερίμι.
Προορισμός μας το «Μουσείο Ελιάς και Λαδιού Πηλίου», ο σταθμός του «Μουτζούρη» και το παραδοσιακό καφενείο στην Άνω Γατζέα. Ο οικισμός βρίσκεται στη μέση του μεγάλου αγιωργίτικου ελαιώνα. Εκεί, στην αρχή υπήρχαν μόνο «καλύβια», πέτρινα κτίσματα που έγιναν για τις ανάγκες των ελαιοπαραγωγών, για τους εργάτες και για τη σοδειά την περίοδο της συλλογής της ελιάς. Με τη πάροδο του χρόνου όμως, επειδή η συγκομιδή της ελιάς διαρκούσε όλο τον χειμώνα και το κλίμα εκεί ήταν ήπιο, δημιουργήθηκε οικισμός , όπου διαμένουν μόνιμα το χειμώνα οι κάτοικοι του ορεινού χωριού του Αη Γιώργη.
Με την ανάπτυξη του μικρού τραίνου του Πηλίου, στις αρχές του εικοστού αιώνα, ο σταθμός της Άνω Γατζέας έγινε εμπορικός κόμβος και γνώρισε μεγάλη άνθηση. Από εκεί, το τραίνο πηγαινοερχόταν αδιάκοπα μεταφέροντας τις ξακουστές «Ελιές του Πηλίου» «OLIVES DE VOLOS’” στο λιμάνι του Βόλου. Σήμερα, η περιοχή, ανέγγιχτη από το πέρασμα του χρόνου, ταξιδεύει τον επισκέπτη στα χρόνια της ακμής της καλλιέργειας της ελιάς και στην επική εποχή του «τραίνου του Πηλίου». Το κτήριο του σταθμού, τα επιβλητικά πέτρινα κτίσματα και οι γέρικες ελιές λένε τις δικές τους ιστορίες για την εποχή εκείνη.
Ο επισκέπτης μπορεί να φτάσει ακολουθώντας το καλντερίμι, ή με το γραφικό τραίνο γιατί ακόμα και σήμερα δεν υπάρχει οδική σύνδεση του σταθμού με τον κεντρικό δρόμο!
Στην φιλόξενη αυλή του «Μουσείου Ελιάς και Λαδιού Πηλίου», σαν καλωσόρισμα, θα μας περιμένει παρθένο ελαιόλαδο και φρέσκο ψωμί . Το Μουσείο στεγάζεται σε ένα πέτρινο αρχοντικό «καλύβι» του 1924. Ο χώρος που βλέπετε, ήταν η αποθήκη του σπιτιού για τις διάφορες αγροτικές εργασίες και κυρίως για τη διαλογή, την επεξεργασία και την αποθήκευση της βρώσιμης ελιάς.
Μετά την ξενάγηση στο Μουσείο, στην αυλή, αγναντεύοντας τη θάλασσα, που απλώνεται σαν λίμνη μπροστά μας, θα έχουμε την ευκαιρία να μυηθούμε στα μυστικά της ελιάς. Θα μάθουμε τους παραδοσιακούς τρόπους συντήρησης της ελιάς και θα κάνουμε μόνοι μας πολτό ελιάς από ντόπιες ποικιλίες.
Η περιήγηση και η ξενάγηση στην περιοχή του σταθμού, στα κτήρια, τις γραμμές του τραίνου, την γαλαρία και το πέτρινο γεφύρι στην διπλανή ρεματιά θα κλείσουν την επίσκεψή μας. Ίσως και εσείς «Γατζωθείτε» στη μαγεία του τόπου, που οι παλιοί τον ονομάτιζαν «αγκαλιά της Παναγιάς» και να μην θέλετε να φύγετε!
Εμείς πάντως ευχόμαστε καλό κατευόδιο, και καλή αντάμωση!
Στον Σταθμό του τραίνου του Πηλίου, στην Άνω Γαζέα βρίσκεται το Μουσείο Ελιάς και Λαδιού Πηλίου.
Σε Μουσείο διαμορφώθηκε το δίχωρο «κατώι» κτίσματος, που κατασκευάστηκε για τις αγροτικές εργασίες και λειτούργησε από το 1924 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Διατηρεί τους δύο κύριους χώρους του και τον αυθεντικό εξοπλισμό του, όπως τον πάγκο διαλογής, τις "κάδες" για την βρώσιμες ελιές, τις «αρκάδες» - κοφίνια για τη μεταφορά του ελαιόκαρπου και τα πιθάρια για την αποθήκευση του λαδιού στο «λαδοκάτοικο» ή «μπουντρούμι» κ.α. Στο εσωτερικό του κτηρίου, ο ένας χώρος (άνω των 100τμ) αποτελεί το κυρίως Μουσείο και ό μικρότερος (περίπου 20τ.μ.) που ήταν χώρος αποθήκευσης λαδιού με τέσσερα πιθάρια εντοιχισμένα, διαμορφώθηκε σε χώρο προβολών με καθίσματα, βιντεοπροβολέα, οθόνη κλπ. Ο χώρος αυτός έχει την κατάλληλη υποδομή (προβολείς και ελεύθερες επιφάνειες) και φιλοξενεί περιοδικές εκθέσεις.
Στο Μουσείο εκτίθενται περίπου εκατό αντικείμενα που βρέθηκαν στον χώρο, όπου λειτουργούσε βιοτεχνία διαλογής, επεξεργασίας και παραγωγής ελαιών. Εκθέματα βρίσκονται στο εσωτερικό του κτηρίου και στον αύλιο χώρο, όπου υπάρχουν πιθάρια αποθήκευσης λαδιού, διαφόρων μεγεθών, στεφάνια από κάδες (σαν ξύλινα βαρέλια, όπου παρασκευάζονται οι βρώσιμες ελιές) δόγες (τα μακριά ξύλινα κομμάτια που κατασκευάζουν τις κάδες) … Στις αποθήκες του Μουσείου πολυάριθμα άλλα τόσα αντικείμενα περιμένουν να συντηρηθούν και να εκτεθούν.
Ο κυρίως χώρος χωρίζεται σε θεματικές ενότητες που έχουν να κάνουν με τη διαδικασία συλλογής, διαλογής επεξεργασίας και εμπορίας ελαιών. Συγκεκριμένα εισερχόμενος ο επισκέπτης ακολουθεί πορεία από τα δεξιά, όπου εκτίθενται εργαλεία καλλιέργειας των ελαιών (σκαλιστήρια, πριόνια, κλαδευτήρια, άξονας που ζεύονταν τα ζώα, γάντζοι, ραντιστήρια κλπ), στην συνέχεια είδη συλλογής, (όπως κοφίνια διαφόρων μεγεθών, σκάλες, τρισκέλια) και βέβαια ο πάγκος διαλογής των ελαιών. Η επόμενη ενότητα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, διότι εκτίθενται είδη και εργαλεία βαρελοποιείας (για την κατασκευή κάδης) και δύο καλοσυντηρημένες κάδες όπου μέσα τοποθετούσαν τις ελιές σε αλατόνερο για να γίνουν οι ξακουστές ελιές Πηλίου (Olives de Volos).
Τις κάδες συμπληρώνουν οι σκάλες για το ανέβασμα, οι πασαρέλες για την πρόσβαση και εκτέλεση των απαραίτητων εργασιών (προσθήκη ελιών, νερού και αλατιού, ανάδευση, γραδάρισμα κλπ) και οι αρκάδες για την εξαγωγή των ελιών. Οι δύο κάδες έχουν διαφορετική χωρητικότητα, η μία είναι 7άρα (επτά χιλιάδες οκάδες) και η άλλη 2,5άρα,.
Στη συνέχεια υπάρχουν εργαλεία που προσομοιάζουν με μεταλλικά χωνιά, τα οποία όμως δεν ήταν για υγρά, αλλά είναι μετρητές του μεγέθους των ελιών! Στο τέλος, στο πλαίσιο της διαδικασίας εμπορίας ελαιών, εκτίθεται συντηρημένη η πλάστιγγα με τα βάρη για το ζύγισμα της βρώσιμης ελιάς και του λαδιού.
Το μεράκι, ο εθελοντισμός και το σαράκι του Κ. Α. Μοράρου
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, την εποχή των μεταπτυχιακών μου σπουδών στο Παρίσι, διαγωνίως απέναντι από την παλιά είσοδο του Μουσείου του Λούβρου (πρό πυραμίδων), είδα για πρώτη φορά τις olives de Volos σε ένα παντοπωλείο με ελληνικά προϊόντα. Όμορφες, στρογγυλές μαύρες ελιές, αρκετά μεγάλες. Ρωτώ τον καταστηματάρχη και μου δείχνει τον τενεκέ, όπου αναγνωρίζω μια γνωστή βιομηχανία ελιών του Πηλίου. Η τιμή τους ήταν 5 γαλλικά φράγκα το κιλό, τιμή υπερδιπλάσια του καφέ στην πλατεία της Σορβόννης. Ως βολιώτης γνώριζα και τον Βόλο και τις ελιές, αυτόν όμως τον συνδυασμό «ελιές Βόλου» στην γαλλική γλώσσα και φτιαγμένες στο Πήλιο, σε τέτοιο μέγεθος και ποιότητα, τον αγνοούσα. Όταν, κάποια στιγμή μετά από μήνες βρέθηκα στο Πήλιο, δεν έχασα την ευκαιρία και επισκέφτηκα την επιχείρηση, να μάθω από πρώτο χέρι για το συγκεκριμένο προϊόν. Εκεί πήρα την αποστομωτική απάντηση ότι οι ελιές αυτές είναι Πηλίου και μάλιστα από την περιοχή της Γατζέας, όπου επειδή τις ποτίζουν 2-3 φορές το Καλοκαίρι γίνονται μεγάλες και νόστιμες. «…τέτοια τιμή δεν μπορεί να πιάσει όμως στην ελληνική αγορά, γι’ αυτό φεύγει όλη η παραγωγή έξω». Είναι οι κονσερβοελιές όπως τις ονομάζουν στο εμπόριο, ποικιλία «Αμφίσσης» και στις περιοχές που ποτίζονται το Καλοκαίρι, μπορεί να φτάσει να πάρεις και 80-90 ελιές το κιλό.
Τριάντα χρόνια μετά, στην Άνω Γατζέα, ανοίγοντας ένα κλειστό για χρόνια κατώι, οι «ελιές Πηλίου» εισέβαλαν ορμητικά και αμετάκλητα στην ζωή μας . Ήμουν πλέον παντρεμένος με την Αθηνά και εξερευνούσαμε στο πατρογονικό σπίτι το κατώγι - αποθήκη και παλιό παρασκευαστήριο «ελιών Πηλίου» με τον εξοπλισμό και την πραμάτεια του. Είχαμε τρείς επιλογές «αξιοποίησης» του χώρου: να αδειάσει και να διαμορφωθεί εξαρχής σε ενοικιαζόμενα διαμερίσματα, να μετατραπεί σε ατμοσφαιρικό «σοφιστικέ» εστιατόριο η να παραμείνει ως έχει, να συντηρηθεί και να γίνει επισκέψιμος για το κοινό. Τελικά προκρίθηκε ομόφωνα η τελευταία επιλογή... Έκτοτε «μπήκε το νερό στο αυλάκι» και δημιουργήθηκε και λειτουργεί το Μουσείο Ελιάς και Λαδιού Πηλίου, που βρίσκεται στην πλατεία του Σιδηροδρομικού Σταθμού της Άνω Γατζέας στην καρδιά του Ελαιώνα του Αγίου Γεωργίου.
Στην συνέχεια ήρθε η σειρά των ειδικών: ο μελετητής - περιβαλλοντολόγος Γιώργος Κουμπαρέλος, ο αρχιτέκτονας Νίκος Σαμαράς, η καθηγήτρια στο ΤΕΙ Αθήνας μουσειολόγος – αρχιτέκτονας κα Σοφία Ξενοπούλου έχοντας στην καθοδήγησή της την αρχιτεκτόνισσα Μαρία Καραμάνου και τον συντηρητή Βαγγέλη Παπαδημητρίου, ο κατασκευαστής - πολιτικός μηχανικός Χρήστος Γεωργιάδης, που συντόνισε όλα τα συνεργεία και είχε την ευθύνη των στατικών και των κατασκευών και βέβαια όλοι οι τεχνίτες και βοηθοί. Το λογότυπο είναι έργο του ζωγράφου Δημήτρη Μοράρου.
Μετά την κατασκευή έπρεπε το Μουσείο να λειτουργήσει. Δημιουργηθήκαν κινηματογραφικές ταινίες με θέματα σχετικά με το Μουσείο (κατασκευή κάδης, παρασκευή σαπουνιού, η μετατροπή του χώρου σε Μουσείο και μια διήγηση για τη διαδρομή της ελιάς από το δένδρο στο πιάτο μας). Παράλληλα για να έχει αξία ένα θεματικό Μουσείο μικρής κλίμακας, όπως αυτό της Ελιάς και Λαδιού, έπρεπε να επιτελεί και ένα εκπαιδευτικό ρόλο. Έτσι ανατέθηκε στους μουσειοπαιδαγωγούς Μυρσίνη Πήχου και Νότα Πάνζου, και ετοίμασαν εκπαιδευτικά προγράμματα για διάφορες σχολικές ηλικίες και ενήλικες.
Το κτήριο
Το οίκημα που στεγάζεται το Μουσείο χτίστηκε το 1924 από τον Αγιωργίτη Ιωάννη Δ. Βογιατζή, γιό του Δημήτρη Κ. Βογιατζή και της Γαρυφαλιάς Σαρρή. Ο πρώτος όροφος ήταν η χειμερινή κατοικία της οικογένειας που έκανε με την Μαρία, μοναχοκόρη του Νικολάου Μαστρογιάννη ή Κουτσοδημήτρη και της Βαρβάρας το γένος Φιλιππίδη από τις Πινακάτες. Το ζευγάρι απέκτησε δύο κορίτσια τη Βαρβάρα, η οποία πέθανε σε μικρή ηλικία και τη Γαρυφαλιά (Φούλα). Το 1929 πέθανε, πολύ νέα και η Μαρία Βογιατζή και την κόρη της Φούλα μεγάλωσε ο πατέρας της και η εκ μητρός γιαγιά της Βαρβάρα.
Μετά το θάνατο του πατέρα της το 1955, στο σπίτι διέμενε η Φούλα με την οικιακή βοηθό Νίκη Χαρανά. και τον σύζυγο της Μήτσο Πολύζο, που φρόντιζαν τις οικιακές και αγροτικές εργασίες. Η μοναχοκόρη της οικογένειας Φούλα δεν έκανε οικογένεια και απεβίωσε το 1991. Το σπίτι σήμερα ανήκει στην ανηψιά της Αθηνά Δ. Αργυροπούλου, ιατρό μικροβιολόγο, κόρη του εξαδέλφου της δικηγόρου Βόλου Δημητράκη Αργυρόπουλου, και εγγονή της αδελφής του κτήτορα Αθηνάς Βογιατζή - Αργυροπούλου.
Το Μουσείο
Σε Μουσείο διαμορφώθηκε το δίχωρο «κατώι» του κτίσματος, που κτίστηκε για τις διάφορες αγροτικές εργασίες και λειτούργησε από το 1924 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Διατηρεί τους δύο κύριους χώρους του και τον αυθεντικό εξοπλισμό του, όπως τον πάγκο διαλογής, τις "κάδες" για την βρώσιμες ελιές, τις «αρκάδες» - κοφίνια για τη μεταφορά του ελαιόκαρπου και τα πιθάρια για την αποθήκευση του λαδιού στο «λαδοκάτοικο» ή «μπουντρούμι» κ.α. Στο εσωτερικό του κτηρίου, ο ένας χώρος (άνω των 100τμ) αποτελεί το κυρίως Μουσείο και ό μικρότερος (περίπου 20τ.μ.) που ήταν χώρος αποθήκευσης λαδιού με τέσσερα πιθάρια εντοιχισμένα, διαμορφώθηκε σε χώρο προβολών με καθίσματα, βιντεοπροβολέα, οθόνη κλπ. Ο χώρος αυτός έχει την κατάλληλη υποδομή (προβολείς και ελεύθερες επιφάνειες) και φιλοξενεί περιοδικές εκθέσεις.
Στο Μουσείο εκτίθενται περίπου εκατό αντικείμενα που βρέθηκαν στον χώρο, όπου λειτουργούσε βιοτεχνία διαλογής, επεξεργασίας και παραγωγής ελαιών. Εκθέματα βρίσκονται στο εσωτερικό του κτηρίου και στον αύλιο χώρο, όπου υπάρχουν πιθάρια αποθήκευσης λαδιού, διαφόρων μεγεθών, στεφάνια από κάδες (σαν ξύλινα βαρέλια, όπου παρασκευάζονται οι βρώσιμες ελιές) δόγες (τα μακριά ξύλινα κομμάτια που κατασκευάζουν τις κάδες) και μία εντυπωσιακή κάδη ύψους 2,20 μ και διαμέτρου 3 μ, ή οποία αποσυναρμολογήθηκε από τον εσωτερικό χώρο και συναρμολογήθηκε στον εξωτερικό για να λειτουργήσει για εκπαιδευτικούς σκοπούς. Παράλληλα η συναρμολόγησή της κινηματογραφήθηκε και έγινε μικρού μήκους ταινία. Στις αποθήκες του Μουσείου πολυάριθμα άλλα τόσα αντικείμενα περιμένουν να συντηρηθούν και να εκτεθούν.
Ο κυρίως χώρος χωρίζεται σε θεματικές ενότητες που έχουν να κάνουν με τη διαδικασία συλλογής, διαλογής επεξεργασίας και εμπορίας ελαιών. Συγκεκριμένα εισερχόμενος ο επισκέπτης ακολουθεί πορεία από τα δεξιά, όπου εκτίθενται εργαλεία καλλιέργειας των ελαιών (σκαλιστήρια, πριόνια, κλαδευτήρια, άξονας που ζεύονταν τα ζώα, γάντζοι, ραντιστήρια κλπ), στην συνέχεια είδη συλλογής, (όπως κοφίνια διαφόρων μεγεθών, σκάλες, τρισκέλια) και βέβαια ο πάγκος διαλογής των ελαιών. Η επόμενη ενότητα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, διότι εκτίθενται είδη και εργαλεία βαρελοποιείας (για την κατασκευή κάδης) και δύο καλοσυντηρημένες κάδες όπου μέσα τοποθετούσαν τις ελιές σε αλατόνερο για να γίνουν οι ξακουστές ελιές Πηλίου (Olives de Volos). Τις κάδες συμπληρώνουν οι σκάλες για το ανέβασμα, οι πασαρέλες για την πρόσβαση και εκτέλεση των απαραίτητων εργασιών (προσθήκη ελιών, νερού και αλατιού, ανάδευση, γραδάρισμα κλπ) και οι αρκάδες για την εξαγωγή των ελιών. Οι δύο κάδες έχουν διαφορετική χωρητικότητα, η μία είναι 7άρα (επτά χιλιάδες οκάδες) και η άλλη 2,5άρα,. Στη συνέχεια υπάρχουν εργαλεία που προσομοιάζουν με μεταλλικά χωνιά, τα οποία όμως δεν ήταν για υγρά, αλλά είναι μετρητές του μεγέθους των ελιών! Στο τέλος, στα πλαίσια της διαδικασίας εμπορίας ελαιών, εκτίθεται συντηρημένη η πλάστιγγα με τα βάρη για το ζύγισμα της βρώσιμης ελιάς και του λαδιού.
Στην επόμενη γωνία του χώρου, μια κάδη κομμένη σε τομή έχει μετατραπεί σε μια πρωτότυπη βιβλιοθήκη και ο πέριξ χώρος λειτουργεί σαν αναγνωστήριο.
Στη συνέχεια παρουσιάζεται η διαδικασία παραγωγής του σαπουνιού από το λάδι, και διάφορα είδη οικιακής χρήσεως, των αρχών του περασμένου αιώνα. Υπάρχουν επίσης και διάφορα αντικείμενα (ζυγός, πινακωτές κλπ) από τον ξύλινο φούρνο του Χαρανά που λειτουργούσε μέχρι πρόσφατα απέναντι από το Μουσείο, δωρεά του ζεύγους Dawson, όπως επίσης και ένας μύλος καλαμποκιού, δωρεά της οικογένειας Παπαδόπουλου. Σε κάθε ενότητα υπάρχουν διευκρινιστικοί πίνακες με φωτογραφίες και επεξηγήσεις. Οι δωρεές από τους συγχωριανούς αυξάνονται όπως στην μνήμη Ολυμπίας Χατζη…… από τον Βασίλη Ρούσσο, την οικογένεια Θανάση Βλάχου, την οικογ. Ιωάννη Χριστόπουλου, την οικογ. Νίκου Κουτσούκου…
Η μουσειακή παρουσίαση του χώρου εξοικειώνει τον επισκέπτη με τις προ-βιομηχανικές τεχνολογικές πρακτικές που εξασφάλιζαν άλλοτε στις κοινότητες της περιοχής τις ονομαστές βρώσιμες ελιές και το ευλογημένο λάδι. Η σύγχρονη μουσειακή παρουσίαση (βιντεοταινίες και άφθονο διδακτικό - πληροφοριακό υλικό) ξαναζωντανεύει τις διαδικασίες συλλογής, διαλογής και επεξεργασίας του ελαιοκάρπου των παραδοσιακών αγροτικών κοινοτήτων της περιοχής του Πηλίου σε περασμένες εποχές.
Λειτουργία του Μουσείου
Μπήκε το νερό στο αυλάκι σημαίνει ότι: διακοπές, Σαββατοκύριακα, τριήμερα πλέον δεν υπάρχουν, μοναδικός προορισμός είναι το Μουσείο στο Πήλιο. Ανεύρεση εθελοντών, που στην αρχή σήμαινε την επιστράτευση φίλων και γνωστών, για να βρεθούν αυτοί που θα κρατήσουν το Μουσείο ανοιχτό τα Σαββατοκύριακα, το Καλοκαίρι που έρχεται το τραινάκι του Πηλίου κάθε μέρα.
Ποιοί θα υλοποιήσουν τα εκπαιδευτικά προγράμματα, που συνταχτήκαν ειδικά για το Μουσείο Ελιάς και Λαδιού Πηλίου, που θα έπρεπε να είναι παιδαγωγοί ή ιστορικοί, αλλά παράλληλα να έχουν ψώνιο, μεράκι, χρόνο και όρεξη για δουλειά… και να δεχθούν να εκπαιδευτούν για τον τρόπο εφαρμογής των συγκεκριμένων εκπαιδευτικών προγραμμάτων από τις συντάκτριες τους.
Στην συνέχεια ήρθαν οι εκδηλώσεις τέχνης, πολιτισμού και ανάπτυξης. Ένα Μουσείο που σέβεται τον εαυτό του, πρέπει να κάνει μουσική συναυλία την Πανσέληνο του Αυγούστου, πρέπει να παρουσιάζει βιβλία, να κάνει εκθέσεις εικαστικών, να εκδίδει ημερολόγια, βιβλία…
Το αποτέλεσμα είναι, από τον Μάρτιο του 2008 που εγκαινιάστηκε, να έχει πραγματοποιήσει δεκάδες εκδηλώσεις, να έχει εκδώσει έντυπα, βιβλία, ημερολόγια (κάθε χρόνο από το 2009) να έχει οργανώσει γευσιγνωσία - βαθμολογία ελαιολάδου, να έχει κάνει εκδηλώσεις στην πρωτεύουσα και επαρχιακές πόλεις, να έχει οργανώσει σεμινάρια ποικίλων γνωστικών αντικειμένων, να το έχουν επισκεφτεί, πάνω από εικοσιπέντε χιλιάδες φίλοι και περιηγητές και να έχουν παρακολουθήσει τα εκπαιδευτικά προγράμματα επτάμισι χιλιάδες μαθητές και ενήλικες (μόνο 1.100 μαθητές από Σεπτέμβριο μέχρι Δεκέμβριο του 2014).
Το Μουσείο Ελιάς και Λαδιού Πηλίου δεν είναι σε καθημερινή βάση ανοιχτό, δέχεται όλους τους φίλους και επισκέπτες, αρκεί να προηγηθεί ένα τηλεφώνημα, για να είναι κάποιος εκεί.
Καλή αντάμωση στο Μουσείο.
Το Μουσείο είναι ανοιχτό τις ώρες που έρχεται ο "Μουτζούρης" - το Τραίνο του Πηλίου, δηλαδή Ιούλιο και Αύγουστο κάθε μέρα και Σαββατοκύριακα από Απρίλιο μέχρι Οκτώβριο 10:00 έως 11:00 και 15:00-16:00, Και οποιαδήποτε άλλη μέρα κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας. 24230 220091