Ένα απόγευμα τέσσερα παιδιά της γειτονιάς μου πιάσανε ψιλή κουβέντα με τρεις τετράποδους μπόμπιρες, επισκέπτες στα μέρη μας. Τα μουτράκια τους σε μαύρο, καφετί με πιτσιλιές, άσπρο μαλλιαρό.
Τα αγόρια άπλωσαν τα χέρια για να χαϊδέψουν τα κεφαλάκια τους. Οι μπόμπιρες ξεθάρρεψαν και τους είπαν τα ονόματα και την ιστορία τους. Είχα στήσει ήδη αφτί.
Η ζωή του «Πάρη Αδέσποτου» τούς συγκίνησε. Στα κρυφά, δάκρυσα κι εγώ. «Ποτέ πια κανένα αδέσποτο», είπαν ο Πέρι, ο Άλκης, ο Γιώργος κι ο Βασίλης.